- λαοπλάνος
- λαοπλάνοςmisleader of the peoplemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαοπλάνος — ο (AM λαοπλάνος) αυτός που παρασύρει και εξαπατά τον λαό με τα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + πλάνος (< πλανώ), πρβλ. ερωτο πλάνος, μυθο πλάνος] … Dictionary of Greek
λαοπλάνος — ο αυτός που πλανά το λαό, ο δημαγωγός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαοπλάνοι — λαοπλάνος misleader of the people masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαοπλάνοις — λαοπλάνος misleader of the people masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαοπλάνον — λαοπλάνος misleader of the people masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαοπλάνου — λαοπλάνος misleader of the people masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαοπλάνους — λαοπλάνος misleader of the people masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαοπλάνων — λαοπλάνος misleader of the people masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαοπλάνῳ — λαοπλάνος misleader of the people masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… … Dictionary of Greek